συντέλεση — η / συντέλεσις, έσεως, ΝΑ [συντελώ] 1. αποπεράτωση («συντέλεσις τοῡ ναοῡ», επιγρ.) 2. τερματισμός νεοελλ. πραγματοποίηση … Dictionary of Greek
διασωσμός — ο (Α διασωσμός) η συντέλεση τής διάσωσης, σωτηρία … Dictionary of Greek
δυσαναλογία — Η έλλειψη αναλογίας, συμμετρίας. (Χημ.) Οξειδοαναγωγικό, διαμοριακό φαινόμενο, που συντελείται όταν δύο μόρια αλδεϋδών ειδικού χημικού τύπου υποβάλλονται σε αντίδραση με την παρουσία ισχυρών αλκάλεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ένα από τα δύο… … Dictionary of Greek
κωλυσιεργία — η [κωλυσιεργώ] 1. παρεμβολή εμποδίων στη συντέλεση ενός έργου ή μιας διαδικασίας ή στη διακπεραίωση μιας υπόθεσης 2. σκόπιμη παρεμπόδιση τών εργασιών επιτροπής, συνεδρίου, βουλής ή άλλου σώματος ώστε να μη ληφθούν αποφάσεις ή να καθυστερήσει η… … Dictionary of Greek
κωλυσιεργός — ό(ν) (Α κωλυσιεργός, όν) αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, ανεν εργός. Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
κωλυσιεργώ — (Α κωλυσιεργῶ, έω) [κωλυσιεργός] νεοελλ. 1. παρεμβάλλω εμπόδια στην εξέλιξη τών εργασιών συνελεύσεως, βουλής ή άλλου σώματος 2. παρακωλύω τη συντέλεση ενός έργου αρχ. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
συντελεσμός — ὁ, Μ [συντελῶ] συντέλεση … Dictionary of Greek
τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… … Dictionary of Greek